- διακρατητικος
- διακρατητικόςδια-κρᾰτητικός3удерживающий (в связном состоянии), сдерживающий
(τινος Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινος Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
διακρατητικά — διακρατητικός able to hold fast neut nom/voc/acc pl διακρατητικά̱ , διακρατητικός able to hold fast fem nom/voc/acc dual διακρατητικά̱ , διακρατητικός able to hold fast fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακρατητικῶν — διακρατητικός able to hold fast fem gen pl διακρατητικός able to hold fast masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακρατητικόν — διακρατητικός able to hold fast masc acc sg διακρατητικός able to hold fast neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακρατητική — διακρατητικός able to hold fast fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακρατητικάς — διακρατητικά̱ς , διακρατητικός able to hold fast fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)